Η ιστορία του Ριβάλντο: από τις favelas, στην κορυφή του κόσμου

Reading time4 λ

Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που πάτησε ποτέ σ’ ελληνικό γήπεδο σβήνει σήμερα 19 Απριλίου 51 κεράκια.

Ο Βραζιλιάνος «Ριβάλντο» Βίτορ Μπόρμπα Φερέιρα, το πάμφτωχο παιδί από τις favelas του Ρεσίφε, που λόγω υποσιτισμού έχασε νωρίς όλα του τα δόντια, ενώ παράλληλα στράβωσαν και τα πόδια του. Αυτό, το ίδιο παιδί, κατάφερε με τη δύναμη της θέλησης να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα είναι και το μεγαλύτερο όνομα που φόρεσε ποτέ φανέλα ελληνικής ομάδας: από το 2004 έως το ’07 του Ολυμπιακού και την επόμενη χρονιά της ΑΕΚ.

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΜΕ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΚΑΙ «ΣΕΛΕΣΑΟ»

Γεννημένος στις 19 Απριλίου του 1972, ο Ριβάλντο συμπεριλήφθηκε από τον Πελέ στη λίστα των 100 κορυφαίων ποδοσφαιριστών όλων των εποχών, ενώ από τους φιλάθλους της Μπαρτσελόνα είχε ψηφιστεί ως έναν από τους πέντε μεγαλύτερους που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα των blaugrana, μαζί με Κρόιφ, Μαραντόνα και τους συμπατριώτες του Ρονάλντο και Ροναλντίνιο. Μαζί τους βίωσε και τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας του στην εθνική Βραζιλίας, οδηγώντας στη δεκαετία 1993-2003 τη Selecao στην κατάκτηση του Μουντιάλ 2002, νωρίτερα στον χαμένο τελικό του ’98, αλλά και στον θρίαμβο στο Copa America ’99.

ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΡΕΚΟΡ

Πανύψηλος (1.86) για «10άρη» ή μέσο επιθετικό, μ’ ένα μαγικό αριστερό πόδι, αλλά αν χρειαζόταν, δεινός γκολτζής και με το δεξί, ο Ριβάλντο έγραψε τη δική του ποδοσφαιρική ιστορία με τα γκολ από απευθείας φάουλ, με τις μεθυστικές του κι αφοπλιστικές ντρίμπλες, αλλά συχνά πυκνά και με τα σχεδόν αδύνατα «ψαλιδάκια» που ήταν ο πραγματικός τρόμος και φόβος των αντίπαλων γκολκίπερ. Αξέχαστο θα μείνει ένα «χατ- τρικ» εναντίον της Βαλένθια για το ισπανικό πρωτάθλημα, μ’ ένα γκολ από απευθείας φάουλ, ένα με μακρινό σουτ και το κερασάκι στην τούρτα με ανάποδο ψαλίδι που ο ισπανικός Τύπος βάπτισε ως «αριστουργηματική κίνηση ποδηλάτου». Έμεινε όμως στα αλμανάκ της παγκόσμιας μπάλας για ένα ακόμη σπάνιο ρεκόρ, αφού είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που το 2009, στο Ουζμπεκιστάν, με τα χρώματα της Μπουνιοντκόρ σκόραρε σε τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια, ένα γκολ στο πρώτο, δύο γκολ στο δεύτερο, με την Ναβμπαχόρ, «χατ- τρικ» στο τρίτο με την Μέταλουργκ και τέσσερα γκολ στο τέταρτο, με την Σογντιάνα, μάλιστα σε διάστημα μόλις 17 λεπτών.

ΤΟΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ Η ΠΑΡΜΑ

Ξεκίνησε την καριέρα του το ’91 στην Σάντα Κρουζ, μετά στην Μότζι Μιρίμ, με την οποία το 2015 κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ενώ παράλληλα έγινε και ιδιοκτήτης- πρόεδρός της, το ’94. Συνέχισε στην Κορίνθιανς και έως το ’96 αγωνίστηκε στην Παλμέιρας. Η πρώτη ομάδα που τον ξεχώρισε και ήθελε, πάση θυσία, να τον φέρει στην Ευρώπη ήταν η Πάρμα. Όμως, κάτι στράβωσε ανάμεσα στη μαμά εταιρία Parmalat που χορηγούσε και την Παλμέιρας κι ο Ριβάλντο, ναι μεν πέταξε στην Ευρώπη, αλλά με προορισμό την Ντεπορτίβο Λα Κορούνια!

Ο ΜΑΓΟΣ ΤΟΥ «CAMP NOU»

Ο τίτλος του πρώτου σκόρερ της La Liga, με 22 γκολ σε 46 παιχνίδια αποδείχθηκε το καλύτερο διαπιστευτήριο για να συνεχίσει το ταξίδι του στη Μπαρτσελόνα, όπου και παρέμεινε μία 5ετία. Έως το 2002 κατάκτησε μαζί της τρία πρωταθλήματα, ένα κύπελλο κι ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ με 130 γκολ σε 235 αγώνες, αλλά και πολλά προβλήματα στις σχέσεις του, κυρίως με τον Ολλανδό προπονητή Φαν Χααλ που τον ήθελε 10άρι και όχι στα άκρα. Την επόμενη χρονιά πήγε στη Μίλαν κατακτώντας κύπελλο, ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, αλλά και Champions League, όμως οι εμφανίσεις του κρίθηκαν κατώτερες των προσδοκιών έμεινε ελεύθερος. Έτσι, ο Ολυμπιακός άρπαξε την ευκαιρία και στα 32 του, το 2004, τον έντυσε στα ερυθρόλευκα.

Η ΚΙΝΗΣΗ ΜΑΤ ΤΟΥ ΚΟΚΚΑΛΗ

Στα τρία χρόνια παραμονής του στον Πειραιά ο Ριβάλντο πέτυχε 43 γκολ σε 95 παιχνίδια, κέρδισε τίτλους κι ενθουσίασε τις εξέδρες με θεαματικά γκολ. Κρίθηκε όμως πλέον «γερασμένος» από τον τότε πρόεδρο Σωκράτη Κόκκαλη, έμεινε ελεύθερος και τον απόκτησε η ΑΕΚ. Στο μεταξύ τους 4-0 σε βάρος του Ολυμπιακού ο Ριβάλντο δεν δίστασε να σχηματίσει μπροστά στην κάμερα, με τα τέσσερα δάκτυλά του τον θρίαμβο. Στην ΑΕΚ αγωνίστηκε μόνο μία σεζόν, με 15 γκολ σε 44 παιχνίδια, οι δυνάμεις του δεν ήταν πλέον εκείνες του κάποτε, παρόλα αυτά αν και στη δύση της καριέρας του κατάφερε να «τσιμπήσει» ένα φαραωνικό συμβόλαιο 10.2 εκ. δολαρίων για δύο χρόνια, με την Μπουνιοκντόρ από το Ουζμπεκιστάν.

Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ, ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΟΡΕΙΑ

Μετά (ξανά) κουράστηκε. Το 2010 ανακοίνωσε το αντίο του στο ποδόσφαιρο, αλλά το μετάνιωσε σύντομα και υπέγραψε στην Μότζι Μιρίμ. Η Σάο Πάολο του πρότεινε συνεργασία ενός έτους, τη δέχτηκε, μετά τα ξανά παράτησε, αλλά το ’12 βρέθηκε στην Ανγκόλα για έξι μήνες με την Καμπουσκόρπ. Το ’13 επέστρεψε στη Βραζιλία, με την Σάο Καετάνο και το ’15 ξανά στην Μότζι Μιρίμ με την οποία ολοκλήρωσε, επιτέλους, μία μεγαλειώδη καριέρα είκοσι χρόνων, με πολλά γκολ, απευθείας φάουλ, μεθυστικές ντρίμπλες και ανάποδα ψαλίδια «ποδηλάτου»…    

Χρόνια πολλά σε έναν από τους «μάγους της μπάλας» όλων των εποχών.